εκχριστιανισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκχριστιανισμός < εκχριστιαν(ίζω) + -ισμός, (λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική Christianization)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεκχριστιανισμός αρσενικό
- η διαδικασία με την οποία ένας λαός ή ομάδα ανθρώπων υιοθετεί τον χριστιανισμό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις χριστιανός, χριστιανισμός και Χριστός
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εκχριστιανισμός
|
Πηγές
επεξεργασία- εκχριστιανισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- εκχριστιανισμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)