↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκχειλισμένος η εκχειλισμένη το εκχειλισμένο
      γενική του εκχειλισμένου της εκχειλισμένης του εκχειλισμένου
    αιτιατική τον εκχειλισμένο την εκχειλισμένη το εκχειλισμένο
     κλητική εκχειλισμένε εκχειλισμένη εκχειλισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκχειλισμένοι οι εκχειλισμένες τα εκχειλισμένα
      γενική των εκχειλισμένων των εκχειλισμένων των εκχειλισμένων
    αιτιατική τους εκχειλισμένους τις εκχειλισμένες τα εκχειλισμένα
     κλητική εκχειλισμένοι εκχειλισμένες εκχειλισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εκχειλισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκχειλίζω

εκχειλισμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη εκχειλίζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία