Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκρήξιμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εκρήξιμ
ος
η
εκρήξιμ
η
το
εκρήξιμ
ο
γενική
του
εκρήξιμ
ου
της
εκρήξιμ
ης
του
εκρήξιμ
ου
αιτιατική
τον
εκρήξιμ
ο
την
εκρήξιμ
η
το
εκρήξιμ
ο
κλητική
εκρήξιμ
ε
εκρήξιμ
η
εκρήξιμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εκρήξιμ
οι
οι
εκρήξιμ
ες
τα
εκρήξιμ
α
γενική
των
εκρήξιμ
ων
των
εκρήξιμ
ων
των
εκρήξιμ
ων
αιτιατική
τους
εκρήξιμ
ους
τις
εκρήξιμ
ες
τα
εκρήξιμ
α
κλητική
εκρήξιμ
οι
εκρήξιμ
ες
εκρήξιμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εκρήξιμος
<
εκρήγνυμαι
Επίθετο
επεξεργασία
εκρήξιμος, -η, -ο
που είναι
ικανός
να
εκραγεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκρήξιμος
γαλλικά
:
explosif
(fr)
εσπεράντο
:
eksplodema
(eo)
,
eksplodpova
(eo)