↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκρήξιμος η εκρήξιμη το εκρήξιμο
      γενική του εκρήξιμου της εκρήξιμης του εκρήξιμου
    αιτιατική τον εκρήξιμο την εκρήξιμη το εκρήξιμο
     κλητική εκρήξιμε εκρήξιμη εκρήξιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκρήξιμοι οι εκρήξιμες τα εκρήξιμα
      γενική των εκρήξιμων των εκρήξιμων των εκρήξιμων
    αιτιατική τους εκρήξιμους τις εκρήξιμες τα εκρήξιμα
     κλητική εκρήξιμοι εκρήξιμες εκρήξιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εκρήξιμος < εκρήγνυμαι

  Επίθετο

επεξεργασία

εκρήξιμος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία