↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκπεφρασμένος η εκπεφρασμένη το εκπεφρασμένο
      γενική του εκπεφρασμένου της εκπεφρασμένης του εκπεφρασμένου
    αιτιατική τον εκπεφρασμένο την εκπεφρασμένη το εκπεφρασμένο
     κλητική εκπεφρασμένε εκπεφρασμένη εκπεφρασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκπεφρασμένοι οι εκπεφρασμένες τα εκπεφρασμένα
      γενική των εκπεφρασμένων των εκπεφρασμένων των εκπεφρασμένων
    αιτιατική τους εκπεφρασμένους τις εκπεφρασμένες τα εκπεφρασμένα
     κλητική εκπεφρασμένοι εκπεφρασμένες εκπεφρασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εκπεφρασμένος < αρχαία ελληνική μετοχή παθητικού παρακειμένου ἐκφράζω

εκπεφρασμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία