εκπεφρασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκπεφρασμένος < αρχαία ελληνική μετοχή παθητικού παρακειμένου ἐκφράζω
Μετοχή
επεξεργασίαεκπεφρασμένος, -η, -ο
- που έχει ήδη εκφρασθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκπεφρασμένος
|
εκπεφρασμένος, -η, -ο
|