εκπεσμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | εκπεσμός | οι | εκπεσμοί |
γενική | του | εκπεσμού | των | εκπεσμών |
αιτιατική | τον | εκπεσμό | τους | εκπεσμούς |
κλητική | εκπεσμέ | εκπεσμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκπεσμός < εκπίπτω + -μός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική décadence)
Ουσιαστικό επεξεργασία
εκπεσμός αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκπεσμός
|