• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

εκνεφωτής

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκνεφωτής οι εκνεφωτές
      γενική του εκνεφωτή των εκνεφωτών
    αιτιατική τον εκνεφωτή τους εκνεφωτές
     κλητική εκνεφωτή εκνεφωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εκνεφωτής αρσενικό

  1. (γενικότερα) ψεκαστήρας εκνεφώματος
    → δείτε και τη λέξη νεφελοποιητής
  2. (ειδικότερα, σπάνιο) (μηχανολογία) το καρμπιρατέρ

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • αγγλικά : sprayer (en), spray (en) [1]
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εκνεφωτής&oldid=5384279"
Τελευταία επεξεργασία στις 24 Δεκεμβρίου 2021, στις 15:32

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 24 Δεκεμβρίου 2021, στις 15:32.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας