Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκνεφωτής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
εκνεφωτ
ής
οι
εκνεφωτ
ές
γενική
του
εκνεφωτ
ή
των
εκνεφωτ
ών
αιτιατική
τον
εκνεφωτ
ή
τους
εκνεφωτ
ές
κλητική
εκνεφωτ
ή
εκνεφωτ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εκνεφωτής
αρσενικό
(
γενικότερα
)
ψεκαστήρας
εκνεφώματος
→
δείτε
και
τη
λέξη
νεφελοποιητής
(
ειδικότερα
,
σπάνιο
)
(
μηχανολογία
)
το
καρμπιρατέρ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγγλικά
:
sprayer
(en)
,
spray
(en)
[1]