Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νεφελοποιητής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
νεφελοποιητ
ής
οι
νεφελοποιητ
ές
γενική
του
νεφελοποιητ
ή
των
νεφελοποιητ
ών
αιτιατική
τον
νεφελοποιητ
ή
τους
νεφελοποιητ
ές
κλητική
νεφελοποιητ
ή
νεφελοποιητ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
νεφελοποιητής
συνδεδεμένος με συμπιεστή
Ετυμολογία
επεξεργασία
νεφελοποιητής
<
αγγλική
nebulizer
. Μορφολογικά αναλύεται σε
νεφέλ(η)
+
-ο-
+
-ποιητής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
νεφελοποιητής
αρσενικό
μια
συσκευή
που χρησιμοποιείται για τη χορήγηση
φαρμάκων
σε μορφή
ομίχλης
στους
πνεύμονες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νεφελοποιητής
αγγλικά
:
nebulizer
(en)