Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εκνέφωμα τα εκνεφώματα
      γενική του εκνεφώματος των εκνεφωμάτων
    αιτιατική το εκνέφωμα τα εκνεφώματα
     κλητική εκνέφωμα εκνεφώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εκνέφωμα ουδέτερο

  • σωματιδιακή διασπορά (μπογιάς, σωματιδίων, σταγονιδίων κτλ.)

  Μεταφράσεις επεξεργασία