Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκνέφωμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
εκνέφωμα
τα
εκνεφώμα
τ
α
γενική
του
εκνεφώμα
τ
ος
των
εκνεφωμά
τ
ων
αιτιατική
το
εκνέφωμα
τα
εκνεφώμα
τ
α
κλητική
εκνέφωμα
εκνεφώμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εκνέφωμα
ουδέτερο
σωματιδιακή διασπορά (μπογιάς, σωματιδίων, σταγονιδίων κτλ.)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγγλικά
:
spray
(en)