Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 

  Ετυμολογία επεξεργασία

καρμπιρατέρ < γαλλική carburateur < carburer + -ateur < carbure < carbone + -ure < γαλλική carbo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ker- (καίω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaɾ.bi.ɾaˈteɾ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καρμπιρατέρ ουδέτερο άκλιτο

Άλλες γραφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία