Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaɾ.bi.ɾaˈteɾ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καρμπυρατέρ ουδέτερο άκλιτο