εκλεκτορικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκλεκτορικός < εκλέκτορας
Επίθετο
επεξεργασίαεκλεκτορικός -ή -ό
- που αναφέρεται στους ή αποτελείται από εκλέκτορες
- η υποψηφιότητα ενός πανεπιστημιακού διδασκάλου κρίνεται από 30μελές εκλεκτορικό σώμα