↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η εκλέκτορας οι εκλέκτορες
      γενική του
του/της
εκλέκτορα
εκλέκτορος
των εκλεκτόρων
    αιτιατική τον/την εκλέκτορα τους/τις εκλέκτορες
     κλητική εκλέκτορα εκλέκτορες
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας».
Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εκλέκτορας < (εκλέγω) εκλεκ- + -τωρ > -τορας, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική électeur[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /eˈkle.kto.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐κλέ‐κτο‐ρας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εκλέκτορας αρσενικό ή θηλυκό (και προφορικό θηλυκό εκλεκτόρισσα)

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη εκλέγω, με θέμα εκλεκτ-

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία