εκθέσιμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκθέσιμος < ελληνιστική κοινή ἐκθέσιμος < αρχαία ελληνική ἔκθεσις < ἐκθέτω < ἐκ + θέτω
Επίθετο επεξεργασία
εκθέσιμος, -η, -ο
- που είναι δυνατόν να εκτεθεί
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκθέσιμος
|