↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκατονταβάθμιος η εκατονταβάθμια το εκατονταβάθμιο
      γενική του εκατονταβάθμιου της εκατονταβάθμιας του εκατονταβάθμιου
    αιτιατική τον εκατονταβάθμιο την εκατονταβάθμια το εκατονταβάθμιο
     κλητική εκατονταβάθμιε εκατονταβάθμια εκατονταβάθμιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκατονταβάθμιοι οι εκατονταβάθμιες τα εκατονταβάθμια
      γενική των εκατονταβάθμιων των εκατονταβάθμιων των εκατονταβάθμιων
    αιτιατική τους εκατονταβάθμιους τις εκατονταβάθμιες τα εκατονταβάθμια
     κλητική εκατονταβάθμιοι εκατονταβάθμιες εκατονταβάθμια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εκατονταβάθμιος < εκατοντά(δα) + βαθμ(ός) + -ιος

  Επίθετο

επεξεργασία

εκατονταβάθμιος, -α, -ο

  • βαθμονομημένος σε εκατό βαθμίδες-σκαλοπάτια-τιμές

  Μεταφράσεις

επεξεργασία