εισφοροαποφυγή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
εισφοροαποφυγή θηλυκό
- (νεολογισμός) η αποφυγή της καταβολής / πληρωμής εισφορών
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εισφοροαποφυγή
|