ειδωλομανία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ειδωλομανία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εἰδωλομανία (ειδωλολατρία) κατά τη σημασία του μανία. (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) Μορφολογικά αναλύεται σε είδωλ(ο) + -ο- + -μανία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαειδωλομανία θηλυκό
- ειδωλολατρία, η υπερβολική προσήλωση σε είδωλα
- ※ Η ειδωλομανία διέφθειρε τους λαούς και τα έθνη. Η ανθρωπότητα ζούσε στο σκότος, στην πλάνη και στην ειδωλολατρία χιλιάδες χρόνια. (Μήνυμα Μητροπολίτου κκ Παϊσίου για την εορτή των Τριών Ιεραρχών, 28/1/2023 [1])