Δείτε επίσης: ειδωλομανία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εἰδωλομανία< (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή εἰδωλομανία. Μορφολογικά αναλύεται σε είδωλ(ον) + -ο- + -μανία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εἰδωλομανία θηλυκό



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική εἰδωλομανί αἱ εἰδωλομανίαι
      γενική τῆς εἰδωλομανίᾱς τῶν εἰδωλομανιῶν
      δοτική τῇ εἰδωλομανί ταῖς εἰδωλομανίαις
    αιτιατική τὴν εἰδωλομανίᾱν τὰς εἰδωλομανίᾱς
     κλητική ! εἰδωλομανί εἰδωλομανίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εἰδωλομανί
γεν-δοτ τοῖν  εἰδωλομανίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εἰδωλομανία< είδωλ(ον) + -ο- + -μανία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εἰδωλομανία θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις εἴδωλον και μανία