εἰδωλομανία
Ετυμολογία
επεξεργασία- εἰδωλομανία< (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή εἰδωλομανία. Μορφολογικά αναλύεται σε είδωλ(ον) + -ο- + -μανία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεἰδωλομανία θηλυκό
- συνώνυμο του εἰδωλολατρία
Πηγές
επεξεργασία- ειδωλομανία - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | εἰδωλομανίᾱ | αἱ | εἰδωλομανίαι | ||||
γενική | τῆς | εἰδωλομανίᾱς | τῶν | εἰδωλομανιῶν | ||||
δοτική | τῇ | εἰδωλομανίᾳ | ταῖς | εἰδωλομανίαις | ||||
αιτιατική | τὴν | εἰδωλομανίᾱν | τὰς | εἰδωλομανίᾱς | ||||
κλητική ὦ! | εἰδωλομανίᾱ | εἰδωλομανίαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εἰδωλομανίᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | εἰδωλομανίαιν | ||||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεἰδωλομανία θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις εἴδωλον και μανία
Πηγές
επεξεργασία- εἰδωλομανία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.