ειδολογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.ðo.lo.ʝiˈkos/
Επίθετο
επεξεργασίαειδολογικός
- που σχετίζεται με το είδος ή αναφέρεται σ’ αυτό
- που σχετίζεται με την ειδολογία ή αναφέρεται σ’ αυτή
- ειδοποιός
Συγγενικά
επεξεργασία- ειδολογία
- ειδολογικά
- → δείτε τις λέξεις είδος και λέγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ειδολογικός
|