εγωλάτρις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εγωλάτρις | οι | εγωλάτριδες |
γενική | της | εγωλάτριδος (εγωλάτριδας) |
των | εγωλατρίδων (εγωλάτριδων) |
αιτιατική | την | εγωλάτριδα | τις | εγωλάτριδες |
κλητική | εγωλάτρι (εγωλάτρις) | εγωλάτριδες | ||
Κλίση από τα αρχαία ελληνικά. Οι τύποι γενικής '-ιδας, -'ιδων, στη δημοτική. | ||||
Κατηγορία όπως «συνεργάτις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εγωλάτρις < (καθαρεύουσα) ἐγωλάτρις. Μορφολογικά αναλύεται σε εγωλάτρ(ης) + λόγια κατάληξη θηλυκού -ις [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ɣoˈla.tɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐γω‐λά‐τρις
- ομόηχο: εγωλάτρης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεγωλάτρις θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε εγωλάτρης
εγωλάτρις
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ s.v. ἐγωλάτρης - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .