Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εγχεόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εγχεόμεν
ος
η
εγχεόμεν
η
το
εγχεόμεν
ο
γενική
του
εγχεόμεν
ου
της
εγχεόμεν
ης
του
εγχεόμεν
ου
αιτιατική
τον
εγχεόμεν
ο
την
εγχεόμεν
η
το
εγχεόμεν
ο
κλητική
εγχεόμεν
ε
εγχεόμεν
η
εγχεόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εγχεόμεν
οι
οι
εγχεόμεν
ες
τα
εγχεόμεν
α
γενική
των
εγχεόμεν
ων
των
εγχεόμεν
ων
των
εγχεόμεν
ων
αιτιατική
τους
εγχεόμεν
ους
τις
εγχεόμεν
ες
τα
εγχεόμεν
α
κλητική
εγχεόμεν
οι
εγχεόμεν
ες
εγχεόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
εγχεόμενος
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
εγχέω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εγχεόμενος