εγκιβωτίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαεγκιβωτίζω, αόρ.: εγκιβώτισα, παθ.φωνή: εγκιβωτίζομαι, π.αόρ.: εγκιβωτίστηκα, μτχ.π.π.: εγκιβωτισμένος
- κλείνω σ’ ένα κιβώτιο
- (λογοτεχνία) περικλείω μια αφήγηση μέσα σε μια άλλη
- ※ Με φόντο τον ήχο του οικείου και του αγνώστου η ποιήτρια ανακαλεί γνώριμες εικόνες και παιδικούς εφιάλτες, εγκιβωτίζει ιστορίες και κάνει προσεκτικούς χειρισμούς όταν εμβολιάζει τον λόγο της με απόηχους αναγνώσεων. (* εφημερίδα Καθημερινή)
- (μηχανική)
- περιφράσσω υδατοστεγώς (προσωρινά) κάποιο χώρο μέσα σε υδάτινο περιβάλλον (ποτάμι, λίμνη...), προκειμένου να φτιαχτούν οι βάσεις μιας υπερκείμενης κατασκευής (γέφυρα κ.λπ.)
- περικλείω κάτι μέσα σε κιβωτιόσχημη κατασκευή
- ※ Έντονος είναι ο προβληματισμός για τη συγκέντρωση υδάτων σε δύο μικρά ποτάμια, τα οποία περνούν από το κέντρο του χωριού. Το ένα το έχουμε εγκιβωτίσει αλλά αποκλείεται να χωρέσει τα νερά και πολύ φοβάμαι ότι θα υπερχειλίσει. (* εφημερίδα Καθημερινή)
- (αρχιτεκτονική) περικλείω μια αρχιτεκτονική κατασκευή σε μια άλλη
- ※ Η μικρή κλίση πετυχαίνει δύο βασικούς στόχους της προμελέτης: το τέλος του περιπάτου αποκαλύπτει ένα θεαματικό belvedere προς τη θάλασσα και εγκιβωτίζει σημαντικό μέρος του κτιριακού όγκου κάτω από το πάρκο. (* εφημερίδα Καθημερινή)
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εγκιβωτίζω | εγκιβώτιζα | θα εγκιβωτίζω | να εγκιβωτίζω | εγκιβωτίζοντας | |
β' ενικ. | εγκιβωτίζεις | εγκιβώτιζες | θα εγκιβωτίζεις | να εγκιβωτίζεις | εγκιβώτιζε | |
γ' ενικ. | εγκιβωτίζει | εγκιβώτιζε | θα εγκιβωτίζει | να εγκιβωτίζει | ||
α' πληθ. | εγκιβωτίζουμε | εγκιβωτίζαμε | θα εγκιβωτίζουμε | να εγκιβωτίζουμε | ||
β' πληθ. | εγκιβωτίζετε | εγκιβωτίζατε | θα εγκιβωτίζετε | να εγκιβωτίζετε | εγκιβωτίζετε | |
γ' πληθ. | εγκιβωτίζουν(ε) | εγκιβώτιζαν εγκιβωτίζαν(ε) |
θα εγκιβωτίζουν(ε) | να εγκιβωτίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εγκιβώτισα | θα εγκιβωτίσω | να εγκιβωτίσω | εγκιβωτίσει | ||
β' ενικ. | εγκιβώτισες | θα εγκιβωτίσεις | να εγκιβωτίσεις | εγκιβώτισε | ||
γ' ενικ. | εγκιβώτισε | θα εγκιβωτίσει | να εγκιβωτίσει | |||
α' πληθ. | εγκιβωτίσαμε | θα εγκιβωτίσουμε | να εγκιβωτίσουμε | |||
β' πληθ. | εγκιβωτίσατε | θα εγκιβωτίσετε | να εγκιβωτίσετε | εγκιβωτίστε | ||
γ' πληθ. | εγκιβώτισαν εγκιβωτίσαν(ε) |
θα εγκιβωτίσουν(ε) | να εγκιβωτίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εγκιβωτίσει | είχα εγκιβωτίσει | θα έχω εγκιβωτίσει | να έχω εγκιβωτίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εγκιβωτίσει | είχες εγκιβωτίσει | θα έχεις εγκιβωτίσει | να έχεις εγκιβωτίσει | ||
γ' ενικ. | έχει εγκιβωτίσει | είχε εγκιβωτίσει | θα έχει εγκιβωτίσει | να έχει εγκιβωτίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εγκιβωτίσει | είχαμε εγκιβωτίσει | θα έχουμε εγκιβωτίσει | να έχουμε εγκιβωτίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εγκιβωτίσει | είχατε εγκιβωτίσει | θα έχετε εγκιβωτίσει | να έχετε εγκιβωτίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εγκιβωτίσει | είχαν εγκιβωτίσει | θα έχουν εγκιβωτίσει | να έχουν εγκιβωτίσει |
|
Παθητική φωνή: