εγγυητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εγγυητικός < ελληνιστική κοινή ἐγγυητικός < αρχαία ελληνική ἐγγυητής
Επίθετο
επεξεργασίαεγγυητικός, -ή, -ό
- που δίνεται ως εγγύηση σε μια οικονομική πράξη
- ο εργολήπτης κατέθεσε εγγυητική επιστολή της τράπεζας ύψους 2.000.000€
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εγγυητικός
|