εγγυητική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /eŋ.ɟi.i.tiˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εγ‐γυ‐η‐τι‐κή
- ομόηχο: εγγυητικοί
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
εγγυητική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του εγγυητικός
- παλιότερη γραφή: ἐγγυητική