↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εβρίτικος η εβρίτικη το εβρίτικο
      γενική του εβρίτικου της εβρίτικης του εβρίτικου
    αιτιατική τον εβρίτικο την εβρίτικη το εβρίτικο
     κλητική εβρίτικε εβρίτικη εβρίτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εβρίτικοι οι εβρίτικες τα εβρίτικα
      γενική των εβρίτικων των εβρίτικων των εβρίτικων
    αιτιατική τους εβρίτικους τις εβρίτικες τα εβρίτικα
     κλητική εβρίτικοι εβρίτικες εβρίτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εβρίτικος < Εβρίτ(ης) + -ικος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /eˈvɾi.ti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐βρί‐τι‐κος

  Επίθετο

επεξεργασία

εβρίτικος, -η, -ο

  • ο σχετικός με τον Έβρο ή τους κατοίκους του

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία