Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εβδομαδιάτικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εβδομαδιάτικ
ος
η
εβδομαδιάτικ
η
το
εβδομαδιάτικ
ο
γενική
του
εβδομαδιάτικ
ου
της
εβδομαδιάτικ
ης
του
εβδομαδιάτικ
ου
αιτιατική
τον
εβδομαδιάτικ
ο
την
εβδομαδιάτικ
η
το
εβδομαδιάτικ
ο
κλητική
εβδομαδιάτικ
ε
εβδομαδιάτικ
η
εβδομαδιάτικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εβδομαδιάτικ
οι
οι
εβδομαδιάτικ
ες
τα
εβδομαδιάτικ
α
γενική
των
εβδομαδιάτικ
ων
των
εβδομαδιάτικ
ων
των
εβδομαδιάτικ
ων
αιτιατική
τους
εβδομαδιάτικ
ους
τις
εβδομαδιάτικ
ες
τα
εβδομαδιάτικ
α
κλητική
εβδομαδιάτικ
οι
εβδομαδιάτικ
ες
εβδομαδιάτικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εβδομαδιάτικος
<
εβδομάδα
Επίθετο
επεξεργασία
εβδομαδιάτικος
βδομαδιάτικος
,
εβδομαδιαίος