Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βδομαδιάτικος η βδομαδιάτικη το βδομαδιάτικο
      γενική του βδομαδιάτικου της βδομαδιάτικης του βδομαδιάτικου
    αιτιατική τον βδομαδιάτικο τη βδομαδιάτικη το βδομαδιάτικο
     κλητική βδομαδιάτικε βδομαδιάτικη βδομαδιάτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βδομαδιάτικοι οι βδομαδιάτικες τα βδομαδιάτικα
      γενική των βδομαδιάτικων των βδομαδιάτικων των βδομαδιάτικων
    αιτιατική τους βδομαδιάτικους τις βδομαδιάτικες τα βδομαδιάτικα
     κλητική βδομαδιάτικοι βδομαδιάτικες βδομαδιάτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βδομαδιάτικος < εβδομαδιάτικος < ἑβδομαδιαίος

  Επίθετο επεξεργασία

βδομαδιάτικος,η,ο

  1. προφορική εκφορά του εβδομαδιάτικος, συνήθως για αμοιβή εργασίας ή για δουλειές και γενικά για κάτι που συμβαίνει ανά εβδομάδα
    δεν μου έδωσε ακόμα το βδομαδιάτικο (τα μεροκάματα μιας εβδομάδας)
    αύριο θα κάνω τα βδομαδιάτικα ψώνια μου

Δείτε επίσης επεξεργασία