↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βδομαδιάτικο τα βδομαδιάτικα
      γενική του βδομαδιάτικου των βδομαδιάτικων
    αιτιατική το βδομαδιάτικο τα βδομαδιάτικα
     κλητική βδομαδιάτικο βδομαδιάτικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βδομαδιάτικο < βδομαδιάτικος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βδομαδιάτικο ουδέτερο

  • η χρηματική αμοιβή σε ημερομίσθιες ή ωρομίσθιες εργασίες που πληρώνεται για την εργασία μιας βδομάδας

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

βδομαδιάτικο