Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δωσιλογικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
δωσιλογικ
ός
η
δωσιλογικ
ή
το
δωσιλογικ
ό
γενική
του
δωσιλογικ
ού
της
δωσιλογικ
ής
του
δωσιλογικ
ού
αιτιατική
τον
δωσιλογικ
ό
τη
δωσιλογικ
ή
το
δωσιλογικ
ό
κλητική
δωσιλογικ
έ
δωσιλογικ
ή
δωσιλογικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
δωσιλογικ
οί
οι
δωσιλογικ
ές
τα
δωσιλογικ
ά
γενική
των
δωσιλογικ
ών
των
δωσιλογικ
ών
των
δωσιλογικ
ών
αιτιατική
τους
δωσιλογικ
ούς
τις
δωσιλογικ
ές
τα
δωσιλογικ
ά
κλητική
δωσιλογικ
οί
δωσιλογικ
ές
δωσιλογικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
δωσιλογικός
<
δοσίλογ(ος)
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
δωσιλογικός, -ή, -ό
σχετικός με
δοσίλογους
/
δωσιλογισμό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δωσιλογικός
γαλλικά
:
collaborationniste
(fr)