↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δωσιλογικός η δωσιλογική το δωσιλογικό
      γενική του δωσιλογικού της δωσιλογικής του δωσιλογικού
    αιτιατική τον δωσιλογικό τη δωσιλογική το δωσιλογικό
     κλητική δωσιλογικέ δωσιλογική δωσιλογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δωσιλογικοί οι δωσιλογικές τα δωσιλογικά
      γενική των δωσιλογικών των δωσιλογικών των δωσιλογικών
    αιτιατική τους δωσιλογικούς τις δωσιλογικές τα δωσιλογικά
     κλητική δωσιλογικοί δωσιλογικές δωσιλογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δωσιλογικός < δοσίλογ(ος) + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

δωσιλογικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία