Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δωροδοκημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Μετοχή
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
δωροδοκημέν
ος
η
δωροδοκημέν
η
το
δωροδοκημέν
ο
γενική
του
δωροδοκημέν
ου
της
δωροδοκημέν
ης
του
δωροδοκημέν
ου
αιτιατική
τον
δωροδοκημέν
ο
τη
δωροδοκημέν
η
το
δωροδοκημέν
ο
κλητική
δωροδοκημέν
ε
δωροδοκημέν
η
δωροδοκημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
δωροδοκημέν
οι
οι
δωροδοκημέν
ες
τα
δωροδοκημέν
α
γενική
των
δωροδοκημέν
ων
των
δωροδοκημέν
ων
των
δωροδοκημέν
ων
αιτιατική
τους
δωροδοκημέν
ους
τις
δωροδοκημέν
ες
τα
δωροδοκημέν
α
κλητική
δωροδοκημέν
οι
δωροδοκημέν
ες
δωροδοκημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
δωροδοκημένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
δωροδοκώ
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ðo.ɾo.ðo.ciˈme.nos
/
Μετοχή
επεξεργασία
δωροδοκημένος -η -ο
(
διαφθορά
) που έχει δεχτεί
δωροδοκία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δωροδοκημένος