Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυσφασικός η δυσφασική το δυσφασικό
      γενική του δυσφασικού της δυσφασικής του δυσφασικού
    αιτιατική τον δυσφασικό τη δυσφασική το δυσφασικό
     κλητική δυσφασικέ δυσφασική δυσφασικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυσφασικοί οι δυσφασικές τα δυσφασικά
      γενική των δυσφασικών των δυσφασικών των δυσφασικών
    αιτιατική τους δυσφασικούς τις δυσφασικές τα δυσφασικά
     κλητική δυσφασικοί δυσφασικές δυσφασικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Προφορά επεξεργασία

/?/

  Ετυμολογία el επεξεργασία

  1. δυσφασικός, -ή, -ό < δυσ- + φάση + -ός, ,
  2. δυσφασικός, -ή, -ό < δυσφασία + -ός, ,

  Επίθετο επεξεργασία

  1. (μαθηματικά) ασυντόνιστος, θορυβικός, χαοτικός, αυτός που αναλύεται κατά Fourier σε πολλές φάσεις οι οποίες έχουν παραταχθεί μεταξύ τους ατάκτως (έχοντας τυχαίες μεταξύ τους συχνότητες [πχ. μη ελάχιστου κοινού πολλαπλάσιου-πολλαπλασίου], κορυφές [μέγιστη ένταση] και γωνίες [συγκριτικές-σχετικές κλίσεις] στον χώρο) χωρίς να ενισχύονται ή να ακυρώνονται με σαφήνεια
  2. (ιατρική) που σχετίζεται με την διαταραχή του λόγου που ονομάζεται δυσφασία