δυσφασικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
/?/
Ετυμολογία el επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
- (μαθηματικά) ασυντόνιστος, θορυβικός, χαοτικός, αυτός που αναλύεται κατά Fourier σε πολλές φάσεις οι οποίες έχουν παραταχθεί μεταξύ τους ατάκτως (έχοντας τυχαίες μεταξύ τους συχνότητες [πχ. μη ελάχιστου κοινού πολλαπλάσιου-πολλαπλασίου], κορυφές [μέγιστη ένταση] και γωνίες [συγκριτικές-σχετικές κλίσεις] στον χώρο) χωρίς να ενισχύονται ή να ακυρώνονται με σαφήνεια
- (ιατρική) που σχετίζεται με την διαταραχή του λόγου που ονομάζεται δυσφασία