δυστονία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δυστονία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική dystonia < ελληνιστική κοινή δυστονία < αρχαία ελληνική δυσ- + τόνος
Ουσιαστικό επεξεργασία
δυστονία θηλυκό
- (ιατρική) κινητική διαταραχή με χαρακτηριστικό της τους επαναλαμβανόμενους ακούσιους μυϊκούς σπασμούς