Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δυσεκτασία οι δυσεκτασίες
      γενική της δυσεκτασίας των δυσεκτασιών
    αιτιατική τη δυσεκτασία τις δυσεκτασίες
     κλητική δυσεκτασία δυσεκτασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δυσεκτασία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική dysectasie < αρχαία ελληνική δυσ- + ἔκτασις < ἐκτείνω < ἐκ + τείνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δυσεκτασία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία