δυσεκτασία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δυσεκτασία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική dysectasie < αρχαία ελληνική δυσ- + ἔκτασις < ἐκτείνω < ἐκ + τείνω
Ουσιαστικό επεξεργασία
δυσεκτασία θηλυκό
- (ιατρική) δυσκολία στη διάνοιξη του στομίου της ουροδόχου κύστεως
- Υποκυστικά κωλύματα (δυσεκτασία του αυχένα της κύστης, στενώματα ουρήθρας,παθήσεις του προστάτη) που προκαλούν σοβαρές λειτουργικές διαταραχές, μετά από την αποτυχία της κατάλληλης θεραπείας. (*)
Μεταφράσεις επεξεργασία
δυσεκτασία
|