δυναμωτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δυναμωτικός < δυναμώνω
Επίθετο
επεξεργασίαδυναμωτικός, -ή, -ό
- που προσφέρει δύναμη στον οργανισμό
- ένα δυναμωτικό ρόφημα
Μεταφράσεις
επεξεργασία δυναμωτικός
δυναμωτικός, -ή, -ό