↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυναμωτικός η δυναμωτική το δυναμωτικό
      γενική του δυναμωτικού της δυναμωτικής του δυναμωτικού
    αιτιατική τον δυναμωτικό τη δυναμωτική το δυναμωτικό
     κλητική δυναμωτικέ δυναμωτική δυναμωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυναμωτικοί οι δυναμωτικές τα δυναμωτικά
      γενική των δυναμωτικών των δυναμωτικών των δυναμωτικών
    αιτιατική τους δυναμωτικούς τις δυναμωτικές τα δυναμωτικά
     κλητική δυναμωτικοί δυναμωτικές δυναμωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δυναμωτικός < δυναμώνω

  Επίθετο

επεξεργασία

δυναμωτικός, -ή, -ό

  • που προσφέρει δύναμη στον οργανισμό
    ένα δυναμωτικό ρόφημα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία