↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δροσολογημένος η δροσολογημένη το δροσολογημένο
      γενική του δροσολογημένου της δροσολογημένης του δροσολογημένου
    αιτιατική τον δροσολογημένο τη δροσολογημένη το δροσολογημένο
     κλητική δροσολογημένε δροσολογημένη δροσολογημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δροσολογημένοι οι δροσολογημένες τα δροσολογημένα
      γενική των δροσολογημένων των δροσολογημένων των δροσολογημένων
    αιτιατική τους δροσολογημένους τις δροσολογημένες τα δροσολογημένα
     κλητική δροσολογημένοι δροσολογημένες δροσολογημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δροσολογημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου δροσολογώ

δροσολογημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία