δροσολογημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δροσολογημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου δροσολογώ
Μετοχή επεξεργασία
δροσολογημένος, -η, -ο
- που έχει δροσολογηθεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
δροσολογημένος
|
δροσολογημένος, -η, -ο
|