δρεπτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δρεπτός | η | δρεπτή | το | δρεπτό |
γενική | του | δρεπτού | της | δρεπτής | του | δρεπτού |
αιτιατική | τον | δρεπτό | τη | δρεπτή | το | δρεπτό |
κλητική | δρεπτέ | δρεπτή | δρεπτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δρεπτοί | οι | δρεπτές | τα | δρεπτά |
γενική | των | δρεπτών | των | δρεπτών | των | δρεπτών |
αιτιατική | τους | δρεπτούς | τις | δρεπτές | τα | δρεπτά |
κλητική | δρεπτοί | δρεπτές | δρεπτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δρεπτός < δρέπω
Επίθετο
επεξεργασίαδρεπτός, -ή, -ό
- θερισμένος, κομμένος
- η Ολλανδία θεωρείται η μεγαλύτερη αγορά δρεπτών ανθέων