↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δρεπτός η δρεπτή το δρεπτό
      γενική του δρεπτού της δρεπτής του δρεπτού
    αιτιατική τον δρεπτό τη δρεπτή το δρεπτό
     κλητική δρεπτέ δρεπτή δρεπτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δρεπτοί οι δρεπτές τα δρεπτά
      γενική των δρεπτών των δρεπτών των δρεπτών
    αιτιατική τους δρεπτούς τις δρεπτές τα δρεπτά
     κλητική δρεπτοί δρεπτές δρεπτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δρεπτός < δρέπω

  Επίθετο

επεξεργασία

δρεπτός, -ή, -ό

  • θερισμένος, κομμένος
    η Ολλανδία θεωρείται η μεγαλύτερη αγορά δρεπτών ανθέων

  Μεταφράσεις

επεξεργασία