↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δραγουμάνος οι δραγουμάνοι
      γενική του δραγουμάνου των δραγουμάνων
    αιτιατική τον δραγουμάνο τους δραγουμάνους
     κλητική δραγουμάνε δραγουμάνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δραγουμάνος < μεσαιωνική ελληνική δραγουμάνος < αραβική ترجمان (turjumān, μεταφραστής)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ðɾa.ɣuˈma.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δρα‐γου‐μά‐νος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δραγουμάνος αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Σημείωση

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • Dragoman στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Μεταφράσεις

επεξεργασία