Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μολδοβλαχία οι Μολδοβλαχίες
      γενική της Μολδοβλαχίας των Μολδοβλαχιών
    αιτιατική τη Μολδοβλαχία τις Μολδοβλαχίες
     κλητική Μολδοβλαχία Μολδοβλαχίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μολδοβλαχία < Μολδ(αβία) + -ο- + Βλαχία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mol.ðo.vlaˈçi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μολ‐δο‐βλα‐χί‐α

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μολδοβλαχία θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • Βλαχία (ιστορική και γεωγραφική περιοχή της νότιας Ρουμανίας)
  • Μολδαβία (ιστορική περιοχή)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία