καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δορικτησία αἱ δορικτησίαι
      γενική τῆς δορικτησίας τῶν δορικτησιῶν
      δοτική τῇ δορικτησί ταῖς δορικτησίαις
    αιτιατική τὴν δορικτησίαν τὰς δορικτησίας
     κλητική ! δορικτησία δορικτησίαι
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δορικτησία < αρχαία ελληνική δορίκτη(τος) + -σία (δορί(κτητος) + -κτησία) (< δεύτερη δοτική ενικού δορί του δόρυ + → δείτε  κτῶμαι)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ðo.ɾi.ktiˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δο‐ρι‐κτη‐σί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δορικτησία θηλυκό

  • (καθαρεύουσα) η ιδιότητα του δορίκτητου, που έχει αποκτηθεί σε μάχη
    ※  Τὰ ὅρια τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ τεσσάρων μὲν αἰώνων διεγράφησαν ὑπὸ δικαιωμάτων, τὰ ὁποία οὔτε ὁ χρόνος, οὔτε αἰ πολύμορφοι συμφοραί, οὔτε ἡ δορικτησία, οὐδέποτ ἴσχυσαν νὰ παραγράψωσι, διεγράφησαν δὲ ἀπὸ τοῦ 1821 διὰ τοῦ αἴματος τοῦ χυθέντος εἰς τὰς σφαγὰς τῆς Κύπρου, τῆς Χίου, τῆς Κρήτης, τῶν Κυδωνιῶν, τῶν Ψαρῶν, τοῦ Μεσολογγίου, καὶ εἰς τὰς πολυαρίθμους ναυμαχίας τε καὶ πεζομαχίας ἐν αἶς ἐδοξάσθη τὸ γενναῖον τοῦτο ἔθνος.
    Ιωάννης Καποδίστριας, δημοσίευση στο Πρασσά Α. Ν. (1994). Οι θέσεις του Καποδίστρια για την ενσωμάτωση της περιοχής του Ολύμπου στο ελεύθερο Ελληνικό κράτος. Μακεδονικά, 29(1), 393–398
    ※  και εκυρίευσε μέγα μέρος της Νορμανδίας, της οποίας η παντελής δορικτησία έγεινε τελευταίον δια της πτώσεως του Ροθομάγου (1419)
    Κωνσταντίνος Μ. Κούμας, Ἱστορίαι τῶν ἀνθρωπίνων πράξεων ἀπό τῶν ἀρχαιοτάτων χρόνων ἒως τῶν ἡμερών μας, εκδ. Anton v. Haykul, 1830, σελ. 390

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία