καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δορυκτησία αἱ δορυκτησίαι
      γενική τῆς δορυκτησίας τῶν δορυκτησιῶν
      δοτική τῇ δορυκτησί ταῖς δορυκτησίαις
    αιτιατική τὴν δορυκτησίαν τὰς δορυκτησίας
     κλητική ! δορυκτησία δορυκτησίαι
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δορυκτησία < δόρυ + -κτησία (< κτῶμαι)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ðo.ɾi.ktiˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δο‐ρυ‐κτη‐σί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δορυκτησία θηλυκό

  • (καθαρεύουσα) άλλη γραφή του δορικτησία
    ※  Κατά τον μεσαίωνα έβαλαν εμπόδια εις τον δρόμον ταύτης της εμπορίας αι δορυκτησίαι των Αράβων και άλλων Μωαμεθανικών λαών (Κωνσταντίνος Μ. Κούμας, Ἱστορίαι των ἀνθρωπίνων πράξεων ἀπό των ἀρχαιοτάτων χρόνων ἑως των ἡμερών μας, τόμος 6, Βιέννη, 1831, σελ. 5)
    ※  Τα όρια της Ελλάδος από τεσσάρων μεν αιώνων διεγράφησαν υπό δικαιωμάτων , τα οποία ούτε ο χρόνος , ούτε αι πολύμορφοι συμφοραι , ούτε η δορυκτησία , ουδέποτε ίσχυσαν (Επιστολαί Ι.Α. Καποδίστρια, μεταφρασθείσαι εκ του γαλλικού παρά Μιχαήλ Γ. Σχινά, Αθηνήσιν, τύποις Κωνσταντίνου Ράλλη, 1841, σελ. 190)
    ※  Και λοιπόν η Πελοπόννησος, θέατρον μάλλον βαρβαρικών επιδρομών, αρχομένων προ της Ρωμαϊκής κατακτήσεως, και ληγουσών εν τη οθωμανική δορυκτησία, και μέλος συμφυές της Ρωμαϊκής επικρατείας , αληθώς μεν υπέστη συμφοράς μείζονας των άλλων χωρών (Σπυρίδων Ζαμπέλιος, Άσματα δημοτικά της Ελλάδος: Εκδοθέντα μετά μελέτης ιστορικής περί μεσαιωνικού ελληνισμού, τυπογ. Ερμής, Κέρκυρα, 1852, σελ. 402)

Συγγενικά

επεξεργασία