δορυάλωτος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ δορυάλωτος | τὸ δορυάλωτον | οἱ, αἱ δορυάλωτοι | τὰ δορυάλωτα |
Γενική | τοῦ, τῆς δορυαλώτου | τοῦ δορυαλώτου | τῶν δορυαλώτων | τῶν δορυαλώτων |
Δοτική | τῷ, τῇ δορυαλώτῳ | τῷ δορυαλώτῳ | τοῖς, ταῖς δορυαλώτοις | τοῖς δορυαλώτοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν δορυάλωτον | τὸ δορυάλωτον | τοὺς, τὰς δορυαλώτους | τὰ δορυάλωτα |
Κλητική | δορυάλωτε | δορυάλωτον | δορυάλωτοι | δορυάλωτα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | δορυαλώτω | |||
Γενική-Δοτική | δορυαλώτοιν |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
δορυάλωτος