Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δορίκτητος η δορίκτητη το δορίκτητο
      γενική του δορίκτητου της δορίκτητης του δορίκτητου
    αιτιατική τον δορίκτητο τη δορίκτητη το δορίκτητο
     κλητική δορίκτητε δορίκτητη δορίκτητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δορίκτητοι οι δορίκτητες τα δορίκτητα
      γενική των δορίκτητων των δορίκτητων των δορίκτητων
    αιτιατική τους δορίκτητους τις δορίκτητες τα δορίκτητα
     κλητική δορίκτητοι δορίκτητες δορίκτητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δορίκτητος < αρχαία ελληνική δορίκτητος < δορί, δοτική του ουσιαστικού δόρυ + κτάομαι, -ῶμαι + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

δορίκτητος, -ος, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

δορίκτητος < δορί, δοτική του ουσιαστικού δόρυ + κτάομαι, -ῶμαι + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

δορίκτητος -ος -ον και (εσφαλμένο) δορύκτητος

  • αιχμάλωτος
    σὺ δ΄ οὖσα δούλη καὶ δορίκτητος γυνή (Ευριπίδη, Ανδρομάχη, 155)