Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δονημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
δονημέν
ος
η
δονημέν
η
το
δονημέν
ο
γενική
του
δονημέν
ου
της
δονημέν
ης
του
δονημέν
ου
αιτιατική
τον
δονημέν
ο
τη
δονημέν
η
το
δονημέν
ο
κλητική
δονημέν
ε
δονημέν
η
δονημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
δονημέν
οι
οι
δονημέν
ες
τα
δονημέν
α
γενική
των
δονημέν
ων
των
δονημέν
ων
των
δονημέν
ων
αιτιατική
τους
δονημέν
ους
τις
δονημέν
ες
τα
δονημέν
α
κλητική
δονημέν
οι
δονημέν
ες
δονημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
δονημένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
δονώ
Μετοχή
επεξεργασία
δονημένος, -η, -ο
που έχει
δονηθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δονημένος