Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δονημένος η δονημένη το δονημένο
      γενική του δονημένου της δονημένης του δονημένου
    αιτιατική τον δονημένο τη δονημένη το δονημένο
     κλητική δονημένε δονημένη δονημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δονημένοι οι δονημένες τα δονημένα
      γενική των δονημένων των δονημένων των δονημένων
    αιτιατική τους δονημένους τις δονημένες τα δονημένα
     κλητική δονημένοι δονημένες δονημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δονημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου δονώ

  Μετοχή επεξεργασία

δονημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία