δονζουανισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δονζουανισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική donjuanisme < Don Juan + -ισμός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðon.zu.a.niˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δον‐ζου‐α‐νι‐σμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
δονζουανισμός αρσενικό
- η ιδιότητα ή η συμπεριφορά ενός δονζουάν
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δονζουανισμός