δονζουάν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- δονζουάν < Δον Ζουάν
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δονζουάν αρσενικό άκλιτο
Συγγενικά
επεξεργασία- Δον Ζουάν
- δονζουανικός
- δονζουανισμός
- → δείτε τις λέξεις δον και Ιωάννης
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
Δον Ζουάν στη Βικιπαίδεια