δολομίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δολομίτης < γαλλική dolomite < Déodat Gratet de Dolomieu (ανθρωπωνύμιο) < Dolomieu (Isère) (τοπωνύμιο)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðo.loˈmi.tis/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδολομίτης αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- δολομίτης στη Βικιπαίδεια