↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διπλοκάρινος η διπλοκάρινη το διπλοκάρινο
      γενική του διπλοκάρινου της διπλοκάρινης του διπλοκάρινου
    αιτιατική τον διπλοκάρινο τη διπλοκάρινη το διπλοκάρινο
     κλητική διπλοκάρινε διπλοκάρινη διπλοκάρινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διπλοκάρινοι οι διπλοκάρινες τα διπλοκάρινα
      γενική των διπλοκάρινων των διπλοκάρινων των διπλοκάρινων
    αιτιατική τους διπλοκάρινους τις διπλοκάρινες τα διπλοκάρινα
     κλητική διπλοκάρινοι διπλοκάρινες διπλοκάρινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διπλοκάρινος < διπλο- + καρίν(α) + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

διπλοκάρινος, -η, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία