διπλογραφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διπλογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική digraphie < αρχαία ελληνική διπλοῦς + γράφω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιπλογραφία θηλυκό
- (λογιστική) μέθοδος τήρησης λογιστικών βιβλίων με διπλή καταγραφή των οικονομικών στοιχείων και πράξεων
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- διπλογραφικός
- → δείτε τις λέξεις διπλός, δύο και γράφω