Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διπλογραφία οι διπλογραφίες
      γενική της διπλογραφίας των διπλογραφιών
    αιτιατική τη διπλογραφία τις διπλογραφίες
     κλητική διπλογραφία διπλογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διπλογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική digraphie < αρχαία ελληνική διπλοῦς + γράφω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διπλογραφία θηλυκό

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία