Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διοφθαλμικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διοφθαλμικ
ός
η
διοφθαλμικ
ή
το
διοφθαλμικ
ό
γενική
του
διοφθαλμικ
ού
της
διοφθαλμικ
ής
του
διοφθαλμικ
ού
αιτιατική
τον
διοφθαλμικ
ό
τη
διοφθαλμικ
ή
το
διοφθαλμικ
ό
κλητική
διοφθαλμικ
έ
διοφθαλμικ
ή
διοφθαλμικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διοφθαλμικ
οί
οι
διοφθαλμικ
ές
τα
διοφθαλμικ
ά
γενική
των
διοφθαλμικ
ών
των
διοφθαλμικ
ών
των
διοφθαλμικ
ών
αιτιατική
τους
διοφθαλμικ
ούς
τις
διοφθαλμικ
ές
τα
διοφθαλμικ
ά
κλητική
διοφθαλμικ
οί
διοφθαλμικ
ές
διοφθαλμικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
διοφθαλμικός
<
δι-
+
οφθαλμικός
Επίθετο
επεξεργασία
διοφθαλμικός
που σχετίζεται με τους
δύο
οφθαλμούς
ή χρησιμοποιείται απ' αυτούς
Δείτε επίσης
επεξεργασία
διοφθάλμιος
διόφθαλμο
διόφθαλμος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διοφθαλμικός