διοριστήριος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
διοριστήριος, -α, -ο
- που έχει σχέση με τον διορισμό ή αναφέρεται σ' αυτόν
- (ουσιαστικοποιημένο) διοριστήριο: έγγραφο με το οποίο τελείται επισήμως ο διορισμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
διοριστήριος
|