Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διοριστήριος η διοριστήρια το διοριστήριο
      γενική του διοριστήριου της διοριστήριας του διοριστήριου
    αιτιατική τον διοριστήριο τη διοριστήρια το διοριστήριο
     κλητική διοριστήριε διοριστήρια διοριστήριο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διοριστήριοι οι διοριστήριες τα διοριστήρια
      γενική των διοριστήριων των διοριστήριων των διοριστήριων
    αιτιατική τους διοριστήριους τις διοριστήριες τα διοριστήρια
     κλητική διοριστήριοι διοριστήριες διοριστήρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διοριστήριος < διορίζω + -τήριος

  Επίθετο επεξεργασία

διοριστήριος, -α, -ο

  1. που έχει σχέση με τον διορισμό ή αναφέρεται σ' αυτόν
  2. (ουσιαστικοποιημένο) διοριστήριο: έγγραφο με το οποίο τελείται επισήμως ο διορισμός

  Μεταφράσεις επεξεργασία