διοπτρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διοπτρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική dioptrie < ελληνιστική κοινή διόπτρα < αρχαία ελληνική ὁράω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιοπτρία θηλυκό
- (οπτική) μονάδα μέτρησης της ισχύος ενός φακού, αντίστροφη της εστιακής απόστασης, που συμβολίζεται διεθνώς με το ελληνικό γράμμα δ και εκφράζεται σε μέτρα-1
Σημειώσεις
επεξεργασία- χρησιμοποιείται στην οπτική κυρίως για να εκφραστεί η μορφή των διορθωτικών φακών (για τα μάτια)